- συναίτια
- συναίτιοςbeing the jointneut nom/voc/acc plσυναίτιοςbeing the jointneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναιτία — συναιτίᾱ , συναίτιος being the joint fem nom/voc/acc dual συναιτίᾱ , συναίτιος being the joint fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναιτία — συναιτίᾱ , συναίτιος being the joint fem nom/voc/acc dual συναιτίᾱ , συναίτιος being the joint fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυναίτια — συναίτια , συναίτιος being the joint neut nom/voc/acc pl συναίτια , συναίτιος being the joint neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιτίας — συναιτίᾱς , συναίτιος being the joint fem acc pl συναιτίᾱς , συναίτιος being the joint fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιτίαν — συναιτίᾱν , συναίτιος being the joint fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχιατρική — Κλάδος της ιατρικής, που έχει ως αντικείμενο την κλινική μελέτη των ψυχικών νοσημάτων και τη θεραπεία τους. Η ψ. ως επιστήμη είναι σχετικά πρόσφατη, αν και οι ψυχικές διαταραχές ήταν γνωστές από τους αρχαιότατους χρόνους και διάσημοι γιατροί και… … Dictionary of Greek